παραγγέλλω
[paraŋˈgjelo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t, παραγγέλνω [paraŋˈgjelno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- bestellenπαραγγέλλω εμπόρευμα, στο εστιατόριοπαραγγέλλω εμπόρευμα, στο εστιατόριο
- vorbestellenπαραγγέλλω εισιτήριοπαραγγέλλω εισιτήριο
- ausrichten, bestellen (σε κάποιον jemandem)παραγγέλλω διαβιβάζω μήνυμαπαραγγέλλω διαβιβάζω μήνυμα
- anordnenπαραγγέλλω δίνω εντολήπαραγγέλλω δίνω εντολή