„παρέμβυσμα“: ουδέτερο παρέμβυσμα [paˈremvizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Dichtung Dichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f παρέμβυσμα τεχνική | Technikτεχν παρέμβυσμα τεχνική | Technikτεχν