„παράστημα“: ουδέτερο παράστημα [paˈrastima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Statur Staturθηλυκό | Femininum, weiblich f παράστημα παράστημα