παράδοξος
[paˈraðoksos], παράδοξη, παράδοξοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- merkwürdigπαράδοξος παράξενοςπαράδοξος παράξενος
- παράδοξος παράλογος