„πανικοβάλλομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα πανικοβάλλομαι [panikoˈvalome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) in Panik geraten in Panik geraten πανικοβάλλομαι πανικοβάλλομαι