πανηλίθιος
[paniˈliθios]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, πανηλίθια, πανηλίθιοVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sehr dumm, grenzdebilπανηλίθιος οικείο | umgangssprachlichοικ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτπανηλίθιος οικείο | umgangssprachlichοικ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ