„παλιοκόριτσο“: ουδέτερο παλιοκόριτσο [paʎoˈkoritso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gör Görουδέτερο | Neutrum, sächlich n παλιοκόριτσο παλιοκόριτσο