„παγοδρομία“: θηλυκό παγοδρομία [paɣoðroˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Eislauf Eislaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m παγοδρομία παγοδρομία ejemplos κάνω παγοδρομία Eis laufen κάνω παγοδρομία