„παγκοσμίως“: επίρρημα παγκοσμίως [paŋgozˈmios]επίρρημα | Adverb adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) weltweit. weltweit. παγκοσμίως παγκοσμίως ejemplos παγκοσμίως γνωστός weltbekannt παγκοσμίως γνωστός