„παγάκια“: πληθυντικός ουδετέρου παγάκια [paˈɣakjja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Eiswürfel Eiswürfelπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl παγάκια παγάκια