„Πάσχα“: ουδέτερο Πάσχα [ˈpasxa]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ostern Osternουδέτερο | Neutrum, sächlich n Πάσχα Πάσχα ejemplos το Πάσχα an Ostern το Πάσχα εβδομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f του Πάσχα Osterwocheθηλυκό | Femininum, weiblich f εβδομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f του Πάσχα καλό Πάσχα! frohe Ostern! καλό Πάσχα!