πάσσαλος
[ˈpasalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Pflockαρσενικό | Maskulinum, männlich mπάσσαλοςπάσσαλος
- Marterpfahlαρσενικό | Maskulinum, männlich m.πάσσαλος για μάρτυρεςπάσσαλος για μάρτυρες