„πάθημα“: ουδέτερο πάθημα [ˈpaθima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Unglück Unglückουδέτερο | Neutrum, sächlich n πάθημα πάθημα ejemplos το πάθημα μάθημα aus Fehlern lernt man το πάθημα μάθημα το πάθημά μου γίνεται μάθημα Lehrgeld für etwas zahlen το πάθημά μου γίνεται μάθημα