„οφθαλμός“: αρσενικό οφθαλμός [ofθalˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Auge Augeουδέτερο | Neutrum, sächlich n οφθαλμός ιατρική | Medizinιατρ οφθαλμός ιατρική | Medizinιατρ ejemplos οφθαλμός αντί οφθαλμού Auge um Auge οφθαλμός αντί οφθαλμού