ουσιώδης
[usiˈoðis], ουσιώδης, ουσιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- wesentlich, Grund-ουσιώδης ουσιαστικόςουσιώδης ουσιαστικός
- bedeutsam, wesentlichουσιώδης σημαντικόςουσιώδης σημαντικός
ejemplos
- ουσιώδης διαφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fwesentlicher Unterschiedαρσενικό | Maskulinum, männlich m