ουσιαστικός
[usiastiˈkos], ουσιαστική, ουσιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- wesentlich, grundsätzlich, maßgeblichουσιαστικόςουσιαστικός
ejemplos
- ουσιαστικό περιεχόμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich nWahrheitsgehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m