„ορθός“ ορθός [orˈθos], ορθή, ορθόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) aufrecht, richtig, gerade aufrecht ορθός όρθιος ορθός όρθιος richtig ορθός σωστός ορθός σωστός gerade ορθός ευθύς ορθός ευθύς ejemplos ορθή γωνίαθηλυκό | Femininum, weiblich f rechter Winkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ορθή γωνίαθηλυκό | Femininum, weiblich f