οπισθοδρομικός
[opisθoðromiˈkos], οπισθοδρομική, οπισθοδρομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- rückständig, rückschrittlichοπισθοδρομικόςοπισθοδρομικός
- rückläufigοπισθοδρομικός ισχύςοπισθοδρομικός ισχύς
- konservativοπισθοδρομικός άνθρωποςοπισθοδρομικός άνθρωπος