„ονομαστική“: θηλυκό ονομαστική [onomastiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Nominativ Nominativαρσενικό | Maskulinum, männlich m ονομαστική γραμματική | Grammatikγραμμ ονομαστική γραμματική | Grammatikγραμμ