„ομώνυμο“: ουδέτερο ομώνυμο [oˈmonimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Homonym Homonymουδέτερο | Neutrum, sächlich n ομώνυμο γλωσσ ομώνυμο γλωσσ