„ομόνοια“: θηλυκό ομόνοια [oˈmonia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Eintracht, Einigkeit Eintrachtθηλυκό | Femininum, weiblich f ομόνοια Einigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ομόνοια ομόνοια