ολισθηρός
[olisθiˈros], ολισθηρή, ολισθηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ολισθηρός δρόμος
- gefährlichολισθηρός επικίνδυνος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφολισθηρός επικίνδυνος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ