„οινοπνευματώδης“ οινοπνευματώδης [inopnevmaˈtoðis], οινοπνευματώδης, οινοπνευματώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) alkoholisch alkoholisch οινοπνευματώδης οινοπνευματώδης ejemplos οινοπνευματώδη (ποτά)πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl alkoholische Getränkeπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl οινοπνευματώδη (ποτά)πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl