οικοδομικός
[ikoðomiˈkos], οικοδομική, οικοδομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- οικοδομικός κανονισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBauordnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- οικοδομικός συνεταιρισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBaugenossenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos