„οικία“: θηλυκό οικία [iˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Haus, Wohnung Hausουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικία οικία Wohnungθηλυκό | Femininum, weiblich f οικία κατοικία οικία κατοικία