Οδύσσεια
[oˈðisia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Odysseeθηλυκό | Femininum, weiblich fΟδύσσεια μυθολογία | Mythologieμυθ μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφΟδύσσεια μυθολογία | Mythologieμυθ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ