„οδοιπορία“: θηλυκό οδοιπορία [oðipoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Wanderung, Fußmarsch Wanderungθηλυκό | Femininum, weiblich f οδοιπορία Fußmarschαρσενικό | Maskulinum, männlich m οδοιπορία οδοιπορία