„ξύλο“: ουδέτερο ξύλο [ˈksilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Holz, Stück Holz, Knüppel, Prügel, Prügelei Holzουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξύλο υλικό ξύλο υλικό Stückουδέτερο | Neutrum, sächlich n Holz ξύλο κομμάτι ξύλο ξύλο κομμάτι ξύλο Knüppelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξύλο χοντρό ξύλο χοντρό Prügelπληθυντικός | Plural pl ξύλο ξυλοκόπημα Prügeleiθηλυκό | Femininum, weiblich f ξύλο ξυλοκόπημα ξύλο ξυλοκόπημα ejemplos ξύλα Brennholzουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξύλα από ξύλο aus Holz από ξύλο τρώω (ένα γερό χέρι) ξύλο (eine Tracht) Prügel bekommen τρώω (ένα γερό χέρι) ξύλο παίζω ξύλο sich prügeln παίζω ξύλο σαπίζω κάποιον στο ξύλο οικείο | umgangssprachlichοικ jemanden zu Mus σαπίζω κάποιον στο ξύλο οικείο | umgangssprachlichοικ σαπίζω κάποιον στο ξύλο οικείο | umgangssprachlichοικ zu Brei schlagen σαπίζω κάποιον στο ξύλο οικείο | umgangssprachlichοικ τον έκαναν μαύρο στο ξύλο οικείο | umgangssprachlichοικ sie haben ihn grün und blau geschlagen τον έκαναν μαύρο στο ξύλο οικείο | umgangssprachlichοικ ξύλο από τροπικό δάσος Tropenholzουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξύλο από τροπικό δάσος ξύλο κέδρου Zedernholzουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξύλο κέδρου ξύλο πεύκου Kiefernholzουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξύλο πεύκου ocultar ejemplosmostrar más ejemplos