ξοδεύω
[ksoˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ε(υ)μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ausgeben (σε, για für)ξοδεύωξοδεύω
- verschwendenξοδεύω σπαταλώξοδεύω σπαταλώ
- verbrauchenξοδεύω αποθέματαξοδεύω αποθέματα
- aufwendenξοδεύω χρόνοξοδεύω χρόνο
- aufbrauchenξοδεύω δυνάμειςξοδεύω δυνάμεις