„ξετρελαμένος“ ξετρελαμένος [ksetrelaˈmenos], ξετρελαμένη, ξετρελαμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj οικείο | umgangssprachlichοικ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) vernarrt vernarrt (με in+δοτική | +Dativ +dat) ξετρελαμένος ξετρελαμένος