„ξεροψήνω“: μεταβατικό ρήμα ξεροψήνω [kseroˈpsino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ησα; -θηκα; -μένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) rösten, knusprig backen rösten, knusprig backen ξεροψήνω στο φούρνο ξεροψήνω στο φούρνο