ξεμπλέκω
[kseˈbleko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ξεμπλέκω
[kseˈbleko]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich herauswinden, herauskommen (από aus)ξεμπλέκω απαλλάσσομαι από δύσκολη κατάστασηξεμπλέκω απαλλάσσομαι από δύσκολη κατάσταση