„ξεδιαλέγω“: μεταβατικό ρήμα ξεδιαλέγω [kseðjaˈleɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) aussondern aussondern ξεδιαλέγω ξεδιαλέγω