„ξέχειλος“ ξέχειλος [ˈkseçilos], ξέχειλη, ξέχειλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) randvoll randvoll ξέχειλος ξέχειλος