„ντροπή“: θηλυκό ντροπή [droˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Scham, Schande, Blamage Schamθηλυκό | Femininum, weiblich f ντροπή συναίσθημα ενοχής ντροπή συναίσθημα ενοχής Schandeθηλυκό | Femininum, weiblich f ντροπή αίσχος ντροπή αίσχος Blamageθηλυκό | Femininum, weiblich f ντροπή ξευτίλισμα ντροπή ξευτίλισμα ejemplos τι ντροπή! was für eine Schande! τι ντροπή!