ντουλάπα
[duˈlapa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (Kleider-)Schrankαρσενικό | Maskulinum, männlich mντουλάπαντουλάπα
- Wäscheschrankαρσενικό | Maskulinum, männlich mντουλάπα για πετσέτες, κτλντουλάπα για πετσέτες, κτλ