„ντεπόζιτο“: ουδέτερο ντεπόζιτο [deˈpozito]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Behälter, Reservoir, Tank Behälterαρσενικό | Maskulinum, männlich m ντεπόζιτο δοχείο, χώρος Reservoirουδέτερο | Neutrum, sächlich n ντεπόζιτο δοχείο, χώρος ντεπόζιτο δοχείο, χώρος (Reserve-)Tankαρσενικό | Maskulinum, männlich m ντεπόζιτο βενζίνης ντεπόζιτο βενζίνης