„νεότερος“ νεότερος [neˈoteros], νεότερη, νεότεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) jünger jünger νεότερος νεότερος ejemplos νεότερη εποχήθηλυκό | Femininum, weiblich f Neuzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f νεότερη εποχήθηλυκό | Femininum, weiblich f