„νεογνό“: ουδέτερο νεογνό [neoˈɣno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Neugeborenes Neugeborenesουδέτερο | Neutrum, sächlich n νεογνό νεογνό ejemplos νεογνό των ζώων Jungtierουδέτερο | Neutrum, sächlich n νεογνό των ζώων νεογνό φώκιας Seehundbabyουδέτερο | Neutrum, sächlich n Heulerαρσενικό | Maskulinum, männlich m νεογνό φώκιας