νεκρός
[neˈkros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, νεκρή, νεκρόVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- totνεκρόςνεκρός
ejemplos
- νεκρή φύσηθηλυκό | Femininum, weiblich fStilllebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- η Νεκρά Θάλασσαθηλυκό | Femininum, weiblich fdas Tote Meer
νεκρός
[neˈkros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Tote(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fνεκρόςνεκρός
- Todesopferουδέτερο | Neutrum, sächlich nνεκρός θύμανεκρός θύμα