νεκρολογία
[nekroloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Nachrufαρσενικό | Maskulinum, männlich mνεκρολογίανεκρολογία
- Grabredeθηλυκό | Femininum, weiblich fνεκρολογία επικήδειος λόγοςνεκρολογία επικήδειος λόγος