„ναύλωση“: θηλυκό ναύλωση [ˈnavlosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Chartern Charternουδέτερο | Neutrum, sächlich n ναύλωση ναύλωση