„ναυπηγώ“: μεταβατικό ρήμα ναυπηγώ [nafpiˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bauen bauen ναυπηγώ ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ ναυπηγώ ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ