„μυρμήγκιασμα“: ουδέτερο μυρμήγκιασμα [mirˈmiŋgjjazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Prickeln Prickelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n μυρμήγκιασμα μυρμήγκιασμα