„μπόγος“: αρσενικό μπόγος [ˈboɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bündel Bündelουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπόγος ρούχων μπόγος ρούχων