„μπουρμπουλήθρα“: θηλυκό μπουρμπουλήθρα [burbuˈliθra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Luftbläschen Luftbläschenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπουρμπουλήθρα μπουρμπουλήθρα