„μπουζί“: ουδέτερο μπουζί [buˈzi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Zündkerze Zündkerzeθηλυκό | Femininum, weiblich f μπουζί αυτοκίνητο | Autoαυτοκ μπουζί αυτοκίνητο | Autoαυτοκ