„μπουγάδα“: θηλυκό μπουγάδα [buˈɣaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Wäsche Wäscheθηλυκό | Femininum, weiblich f μπουγάδα πλύσιμο των ρούχων μπουγάδα πλύσιμο των ρούχων