„μούχλα“: θηλυκό μούχλα [ˈmuxla]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schimmel, Mief Schimmelαρσενικό | Maskulinum, männlich m μούχλα μούχλα Miefαρσενικό | Maskulinum, männlich m μούχλα πνευματική νωθρότητα μούχλα πνευματική νωθρότητα