μουτρωμένος
[mutroˈmenos], μουτρωμένη, μουτρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj οικείο | umgangssprachlichοικVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- eingeschnapptμουτρωμένοςμουτρωμένος